κουτός, ηλίθιος, χαζός
{
stupid
}
ανόητος, σαχλός
{
silly
}
ανόητος, άμυαλος, μωρός
{
foolish
}
ελαττώνω, μειώ, μειώνω, μειούμαι
{
lessen
}
αρνούμαι, κλίνω γραμματική, εκκλίνω,...
{
decline
}
μειώνω, ελαττώνω, υποχωρώ, κοπάζω,...
{
abate
}
Μεταφράζονται, παρακαλώ περιμένετε..
